Αυτό το ποίημα το έγραψα στο Μόναχο, όπου μου έλειπε η "υγρασία" της Θεσσαλονίκης
Αίμα, ψέμα,
φουρτουνιασμένη θάλασσα σε πήρε
και δεν ξαπόστασε να κάνει στάση να σε δω
δεν πήγε στο φεγγάρι το χλωμό,
καντάδα να του κάνει με τα κύματα.
γαλάζια θάλασσα με πήρε
όχι εμένα , την καρδιά μου
και με ταξίδευε σε ψαροχώρια των ανέμων
εκεί που οι ψαράδες μπλέκανε τ' αγκίστρια
με δόλωμα τις ίδιες τις ψυχές τους
απόμεινε να με κοιτάζει λυπημένο
το κρύο πρόσωπο του έρωτα
που δεν του στοίχισε μα είναι αγριεμένο
κράμα, στάλα-
στάλα τα δίνουν τα φιλιά
όχι όλα μαζί ανόητε,
μεγάλε πικροδύτη.
Θα 'ρθεις στη Θάλασσα;
-Αμ πως δεν θα 'ρθω Μαριγώ
τα γήτεια της πεθύμησα
χαστούκια της αρμύρας
κάνουν τα γερασμένα μάτια μου να κλαίνε
Αντρέα πάμε στον Μπαξέ για ψάρεμα,
λένε πως τάχατες εκεί τα ψάρια τραγουδούν
τραγούδια ξεχασμένα καθαρεύουσας
έρχονται από Σαλόνικα πετώντας
και απαγγέλοντας Καβάφη.
Αχ ρε Μαρίγω πόνεσαν τα κόκκαλά μου
και το καϊκι μου δεν σέρνει πλέον τα όνειρά μου
και σκούριασαν τα δίχτυα μου, γέμισαν φύκια
ακόμα περιμένω το πετούμενο καράβι
που θα με πάει στις ακτές του Πόντου
Κουράστηκα...Μαρίγω πάω για το τελεταίο Κεφαλόπουλο...