Σημείωση:Δεν είμαι φαντασιόπληκτη ΧD
Όσο ανεβαίναμε για τον δεύτερο και μεγαλύτερα λόφο, νιώθαμε το κρύο πιο τσουχτερό και την ομίχλη πιο πυκνή να μπαίνει στο πετσί μας. Παρόλ' αυτά όλοι νιώθαμε καταβάθος την δύναμη του Ποσειδώνα να εξασθενεί σε αυτά τα θεία ύψη, σαν να τέντωνε τα χέρια του για να φτάσει, αλλά δεν είχε αρκετή θάλασσα για να φτιάξει υδάτινα χέρια. Μπορεί λοιπόν να είχαμε περάσει την πρώτη δοκιμασία αλλά είχαν πολλά να ακολουθήσουν. Το μονοπάτι πάντως γινόταν κάπως -πως να το πω- πιο αέρινο, πιο μαγεμένο, λες και παρμένο από παραμύθι. Οι αντοχές του ιστορικού άρχισαν να τον εγκαταλείπουν, δεν ήταν άλλωστε συνηθισμένος σε τέτοια.[ Ο άχρηστος.] Δεν παρέλειπε όμως να μας επιδεικνύει τις άχρηστες ιστορικές του γνώσεις για την περιοχή, προσπαθώντας να ανέβει λίγο στα μάτια μας. Συχνά πυκνά όταν ένα κλαδί που έσπαγε ή ένας θάμνος που κουνιόταν μας έκαναν να καρδιοχτυπήσουμε, ο μισθοφόρος πήγαινε να το ελέγξει. Σε όλη τη διάρκεια της ανάβασης δεν μας έτυχε κάποιο περιστατικό, αλλά αυτό οφειλόταν τελικά στο ότι ο εχθρός χρησιμοποίησε πιο ύπουλα μέσα.
Ο οδηγός, ή αλλιώς γητειοδιώκτης και φτεροπερπατητής, πορευτόταν μπροστά όπου υπήρχε ανάγκη. Που και που τα βλέμματα μας συναντιόνταν αλλά έστρεφα αλλού το βλέμμα και συνέχιζα το περπάτημα. Όταν αφήσαμε πίσω μας τα δασικά μονοπάτια, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε μια περίεργη πλαγιά, λες και στρωμένη με χαλίκια που γλιστρούσαν κάτω από τα πόδια μας επίτηδες. Μια πλαγιά που πιστεύαμε ότι ήταν το τέλος του λόφου. Όμως αλίμονο!! Πέσαμε σε παραίσθηση του εχθρού με φανερό συνένοχο την ομίχλη και η πλάνη αυτή μας εξουθένωσε, καθώς περπατούσαμε σε μια ατελείωτη διαδρομή με πολλές ψεύτικες ελπίδες για το τέλος. Μια πλάνη, ο λοφίσκος, φωνές ακούγονται από μακριά, άνθρωπο και μη στροβιλίζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, άραγε στ' αλήθεια;
Οι παραισθήσεις του εχθρού λύθηκαν επιτέλους και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την ραχοκοκκαλιά του πεπρωμένου, ή αλλιώς Spine of destiny. Δεξιά και αριστερά γκρεμός, μονος δρόμος ευθεία μπροστά, μοναχικοί οδοιπόροι στο κατακρέμνι [λεξη δικιας μου επινοησης] της ελπίδας. Επικίνδυνος ο δρόμος μας κι ευλογημένος, έψαλνε μια φωνή στον αέρα που μαστίγωνε τις απόκρημνες επιθυμίες μας σαν με λύσσα σαδιστική. Η ραχοκοκκαλιά γέμιζε το είναι μας με κτητικό τρόπο ώστε να μην μπορούμε να επιδοθούμε σε άλλες σκέψεις ανίερες. Στο τέλος της είδαμε ένα πλάσμα προστατευμένο από το βουνό -της Αρτεμιδος ιερό ελάφι χωρίς αμφιβολία- που μας κοιτούσε με μάτια γεμάτα κατανυκτική προσμονή. Στο τέλος της ραχοκοκκαλιάς θα ανακαλύπταμε το υψίπεδο που θα μας οδηγούσε στον τελικό προορισμό. Ηδονικά σχεδόν συνέχισα την πορεία μου, αν και δεν ήταν όλοι που μοιράζονταν την προσμονή μου. Αλίμονο- δύσκολο είναι να αντεχθεί αυτός ο αέρας- τόσο βαρύς για το πνεύμα...
Στο μεταξύ εγώ προσπαθούσα να συλλογιστώ πως θα αποσπάσω από τα στοιχειά την ιερή λέξη και συγκεντρωνόμουν για να συνδεθώ με τις αερικά, να αντιληφθούν την νόησή μου, αλλά το μόνο που λάμβανα ήταν ένας χαοτικός αλαλαγμός. Κάτι εμπόδισε τη νόησή μου να φτάσει σε υψηλότερες συχνότητες. Η ένταση στη συντροφιά ήταν πλέον εμφανής. Τα κόλπα του εχθρού επιτίθονταν σε άτομα με μικρή πνευματική κράση, και σε λίγο κατάλαβα το σχέδιο. Σχεδίαζαν να σπείρουν διχόνοια και να σπάσουν την δύναμη μας καθιστώντας μας αδύναμους και μόνους. Ακόμα και η μάγισσα έπεσε θύμα αυτών και η υστερική της κραυγή ακούστηκε από της μούσες και περιγελάστηκε. Μόνο ο οδηγός έστεκε με σθεναρή βούληση κερδίζοντας τον θαυμασμό μου. Αυτό φυσικά δυσκόλευε το έργο μου αλλά ήταν μια πρόκληση που έπρεπε να κερδίσω. Προσπάθησα να επανασυντάξω τις φωνές μέσα μου, φιλτράροντας αυτή που θα μου έδινε την πολυπόθητη λέξη. Ξαφνικά διαισθάνθηκα ότι οι Μούσες ήταν κοντά, και ξετυλίχθηκε μπρος μου η κοιλάδα.
Καθώς έβλεπα την κοιλάδα να ανοίγει την αγκαλιά της στις τριγύρω κορυφές, έτσι άνοιξε και το μυαλό μου και χύθηκαν μέσα μου συνειδητές σκέψεις, το ξεχείλισαν και το προσπερνούσαν. Άλλα δεν ήταν αρκετό για το στόχο μου. To πανδοχείο ήδη αχνοφαινόταν αλλά άφησα τους άλλους να προπορευτούν και κατευθύνθηκα στο λοφίσκο δίπλα για να διαλογιστώ και να βρω την ιερή λέξη μέσα μου. Ήξερα πως οι γητειές του εχθρού δεν μπορούσαν πια να με βλάψουν στο σημείο που είχα φτάσει και πως η λέξη λαχταρούσε να ανακαλυφθεί. Έμεινα ακίνητη και προσπάθησα να ξεδιαλύνω το μυστήριο, όμως όσο πιο πολύ προσπαθούσα τόσο πιο πολύ έφευγε από μένα. Μετά από μία ώρα στον παγωμένο αέρα αρχισα να απελπίζομαι και όταν πλέον δεν ένιωθα το πρόσωπό μου, μπόρεσα να ακούσω την παγωνιά να μου ψιθυρίζει. Ήταν αλλόκοτα τα λόγια της και με τρόμαξαν, όμως άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι ήθελε να εννοήσει και τι μου υποδείκνυε. Και τοτε..καταλαβα, η μαγική λέξη ήταν εκεί δίπλα μου από τη αρχή μόνο που αρνιόμουν να τη δω, αυτή που έτρεφε τις ψευδαισθήσεις μου ήμουν η ίδια ψάχνοντας κάτι πιο περίπλοκο και χανοντας το νόημα. Δεν καταλάβαινα τη μεγαλοσύνη της απλότητάς της. Στη συνειδητοποίηση αισθάνθηκα λυτρωτικά και ολοκληρωμένη και φώναξα τη λέξη με όλη μου τη δύναμη στο οροπέδιο με μάρτυρες τις Μούσες! Και ο Όλυμπος τραντάχτηκε και η λέξη εξαπλώθηκε με γοργό ρυθμό σε κάθε ζωντανό ον, και δεν κρύφτηκε ποτέ ξανά πια στις παρυφές του Ολύμπου...
Ετικέτες ιστορίες, Λιτόχωρο, Όλυμπος